Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἐς τὰς ναῦς

  • 1 Reinforcements

    subs.
    P. βοήθεια, ἡ, βοηθοί, οἱ, οἱ προσγιγνόμενοι (Thuc. 2, 79).
    We have no means of getting reinforcements for our crews: P. οὐδʼ ὁπόθεν ἐπιπληρωσόμεθα τὰς ναῦς ἔχομεν (Thuc. 7, 14).
    It will be disgraceful to be forced to leave or afterwards send for reinforcements: P. αἰσχρὸν βιασθέντας ἀπελθεῖν ἢ ὕστερον ἐπιμεταπέμπεσθαι (Thuc. 6, 21).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reinforcements

  • 2 Suffer

    v. trans.
    P. and V. πάσχειν (acc. or absol.).
    Endure: P. and V. φέρειν, νέχεσθαι, πέχειν, φίστασθαι, P. ὑπομένειν, V. καρτερεῖν, Ar. and V. ἐξανέχεσθαι, νατλῆναι ( 2nd aor. of ἀνατλᾶν) (also Plat. but rare P.), τλῆναι ( 2nd aor. of τλᾶν) (also Isoc. but rare P.).
    Suffer to the end: P. and V. διαφέρειν, V. ἀντλεῖν, διαντλεῖν, ἐξαντλεῖν, ἐκκομίζειν.
    Put up with: P. and V. στέργειν (acc. or dat.), V. αἰνεῖν (acc.).
    Suffer beforehand: P. προπάσχειν (acc. or absol.).
    Suffer in return: P. and V. ἀντιπάσχειν (acc. or absol.).
    Allow ( a person): P. and V. ἐᾶν, ἐφιέναι (dat.), μεθιέναι (dat.), παριέναι (dat.); see Allow.
    V. intrans.
    Be in pain: P. and V. ἀλγεῖν, λυπεῖσθαι.
    Be distressed: P. and V. πονεῖν, πιέζεσθαι, κάμνειν, P. κακοπαθεῖν, V. μογεῖν, Ar. and V. τείρεσθαι; see under Distress.
    Suffer for., pay penalty for: P. and V. δκην διδόναι (gen.).
    Endure suffering for another: P. and V. περπονεῖν (acc. of thing suffered) (Plat.), V. περκάμνειν (gen. of person).
    You shall suffer for it: Ar. οἰμώξει, Ar. and V. κλαύσει.
    Suffer from (illness, etc.): P. and V. νοσεῖν (dat.), πονεῖν (dat.), κάμνειν (dat.); see labour under.
    They suffered at the same time from hunger and thirst: P. λιμῷ ἅμα καὶ δίψει ἐπιέζοντο (Thuc. 7, 87).
    The ships which had suffered from the storm he repaired: P. τὰς ναῦς ὅσαι ἐπόνησαν ὑπὸ τοῦ χειμῶνος ἐπισκεύαζε (Thuc. 6, 104).
    Suffer loss: P. and V. ζημιοῦσθαι (absol.), P. ἐλασσοῦσθαι (absol.).
    Suffer with another: P. and V. συνδυστυχεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Suffer

  • 3 Average

    adj.
    Lying between two extremes: P. and V. μέσος.
    Moderate, not excessive: P. and V. μέτριος.
    Customary: P. and V. εἰωθώς, συνήθης, εἰθισμένος.
    ——————
    subs.
    Middle point: P. τὸ μέσον.
    On the average, for the most part: P. τὰ πολλά, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ; see Mostly.
    To strike the average between the largest and smallest number of ships: πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν (Thuc. 1, 10).
    ——————
    v. trans.
    Equalise: P. ἐπανισοῦν; see Equalise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Average

  • 4 Mean

    adj.
    Low of degree: P. and V. ταπεινός, φαῦλος, κακός, πονηρός, Ar. and P. γεννής, V. γέννητος, Ar. and V. δυσγενής.
    Obscure: P. and V. δόκιμος. φανής, νώνυμος, P. ἄδοξος. V. βραχύς, βαιός, σημος, μαυρός.
    Dishonourable: P. and V. αἰσχρός, κακός, πονηρός, φαῦλος, μοχθηρός, κακοῦργος, νάξιος, Ar. and P. γεννής.
    Poor, humble: P. and V. ταπεινός, φαῦλος, μικρός, σμικρός; see Poor.
    Shabby, worthless: P. and V. κακός, φαῦλος, εὐτελής.
    Stingy: P. and V. αἰσχροκερδής, φιλάργυρος, Ar. and P. φιλοκερδής, φειδωλός.
    ——————
    subs.
    Middle point: use P. and V. μέσον, τό.
    Strike the mean between the largest also smallest number of ships given: P. πρὸς τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν (Thuc. 1, 10).
    The golden mean: P. and V. τὸ μέτριον, τὰ μέτρια.
    ——————
    v. trans.
    Signify, with personal subject: P. and V. λέγειν, φράζειν, εἰπεῖν, V. ἐννέπειν, Ar. and P. διανοεῖσθαι; with non-personal subject: Ar. and P. νοεῖν, δνασθαι, P. βούλεσθαι, σημαίνειν, φρονεῖν (Thuc. 5, 85), V. θέλειν (Eur., Hipp. 865 and Supp. 1055).
    absol. with infin., intend: P. and V. βουλεύειν, νοεῖν, ἐννοεῖν, Ar. and P. διανοεῖσθαι, ἐπινοεῖν.
    Be about to: P. and V. μέλλειν.
    Mean to do ( a thing): Ar. and V. δρασείειν (τι), V. ἐργασείειν (τι).
    To whom their survival also success meant most: P. ᾧ ἐκείνους σωθῆναι καὶ κατορθῶσαι μάλιστα διέφερεν (Dem. 321).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mean

См. также в других словарях:

  • συντελώ — συντελῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α 1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση τής εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῑν», Αριστοτ.) 2. (το… …   Dictionary of Greek

  • PEGASUS — I. PEGASUS Iurisconsultus, qui sub Verspasiano Urbi praefectus fuit. Pomp. l. 2. Sect. ult. D. de Orginine Iuris: Cassio Caelius Sabinus successit, Proculo Pegasus, qui temporibus Vespasinani Praefectus Urbis fuit. Iuvenal. Sat. 4. v. 77. Raptâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TRIERARCHUS — in Rep. Atheniensi dicebatur, qui navem bellicam armamentaque navalia et eius generis alia, praebebat. Ulpianus, Τριήραρχός ἐςτιν ὁ ναῦν παρεχόμενος πολεμικην` καὶ οκεύη τῇ νηΐ καὶ ὅσα τοιαῦτα. Cui muneri obeundo ditissimi quique assignabantur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μετωπηδόν — (Α μετωπηδόν και μετωπαδόν) επίρρ. με το πρόσωπο στραμμένο προς τα εμπρός, κατά μέτωπο, κατά πρόσωπο, κατά παράταξη («τὰς μὲν ἀρχάς ἐπιβαλεῑν μετωπηδὸν ποιούμενος τὴν ἔφοδον», Πολ.) αρχ. (για πλοία) κατά γραμμή, κατά παράταξη («μετωπηδὸν ἔταξαν… …   Dictionary of Greek

  • Baptism — This article is about the Christian religious ceremony. For other uses, see Baptism (disambiguation). Baptism of Neophytes by Masaccio, 15th century, Brancacci Chapel, Florence.[ …   Wikipedia

  • αύτανδρος — η, ο (AM αὔτανδρος, ον) [ανήρ] Ι. (συνήθως για βυθιζόμενα σκάφη) με όλους τους επιβάτες και το πλήρωμα (πρβλ. α) «το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο» β) «αὐτάνδρους τὰς ναῡς ἀπέβαλον» γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον… …   Dictionary of Greek

  • επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… …   Dictionary of Greek

  • επιπληρώ — ἐπιπληρῶ, όω (Α) [πληρώ] 1. γεμίζω ώς επάνω, τελείως 2. μτφ. συσσωρεύω, συναθροίζω 3. μέσ. φρ. «ἐπιπληροῡμαί τι» συγκροτώ το πλήρωμα πλοίου («καὶ ὅτι οὐδ’ ὁπόθεν ἐπιπληρωσόμεθα τὰς ναῡς ἔχομεν», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • κακοπλοώ — κακοπλοῶ, έω (Α) [κακόπλους] πλέω κακώς, έχω άσχημο πλου, διαπλέω με δυσκολία («κακοπλοεῑν τὰς ναῡς», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδεύω — (Α [λαμπάς] 1. καίω σαν λαμπάδα («ἔφησε ταῑς κατεχούσαις Σικελίαν θεαῑς... πεποιῆσθαι εὐχὰς λαμπαδεύειν ἁπάσας τὰς ναῡς», Διόδ.) 2. μέσ. λαμπαδεύομαι λαμβάνω μέρος σε λαμπαδηδρομία 3. παθ. φωτίζομαι με λαμπάδες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»